Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stripling
01
νεαρός, έφηβος
a young man who has not grown up enough to be considered an adult
Παραδείγματα
The stripling dreamed of becoming a knight, though he was still too young.
Ο νεαρός ονειρευόταν να γίνει ιππότης, αν και ήταν ακόμη πολύ νέος.
The old farmer shook his head, recalling his days as an ambitious stripling.
Ο γέρος αγρότης κούνησε το κεφάλι του, θυμόμενος τις μέρες του ως φιλόδοξος νεαρός.



























