Stockholdings
volume
British pronunciation/stˈɒkhəʊldɪŋz/
American pronunciation/ˈstɑkˌhoʊɫdɪŋz/

Ορισμός και Σημασία του "stockholdings"

01

a specific number of stocks or shares owned

word family

stockholdings

stockholdings

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store