LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stockily
/stˈɒkilɪ/
/stˈɑːkili/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "stockily"
stockily
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a strong and solid way
word family
stock
stock
Noun
stocky
Adjective
stockily
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stockhorn
stockholm
stockholdings
stockholding
stockholders meeting
stockinet
stockinette
stockinette stitch
stocking
stocking cap
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App