LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stockfish
/stˈɒkfɪʃ/
/stˈɑːkfɪʃ/
stockfishes
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "stockfish"
Stockfish
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
fish cured by being split and air-dried without salt
word family
stock
fish
stockfish
stockfish
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stocker
stocked with
stocked
stockcar
stockbroker belt
stockholder
stockholder of record
stockholders meeting
stockholding
stockholdings
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App