LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stocked
/stˈɒkt/
/ˈstɑkt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "stocked"
stocked
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
furnished with more than enough
word family
stock
stock
Verb
stocked
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stockcar
stockbroker belt
stockbroker
stockade
stock-taking
stocked with
stocker
stockfish
stockholder
stockholder of record
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App