ket
ket
kɪt
κιτ
British pronunciation
/stˈɒk mˈɑːkɪt/

Ορισμός και σημασία του "stock market"στα αγγλικά

01

χρηματιστήριο, αγορά μετοχών

the business of trading and exchanging shares of different companies
example
Παραδείγματα
The stock market experienced a significant drop today, causing investors to worry about their portfolios.
Η χρηματιστηριακή αγορά γνώρισε σημαντική πτώση σήμερα, προκαλώντας ανησυχία στους επενδυτές για τα χαρτοφυλάκιά τους.
She decided to invest in the stock market to diversify her financial assets and potentially grow her wealth.
Αποφάσισε να επενδύσει στην χρηματιστηριακή αγορά για να διαφοροποιήσει τα οικονομικά της περιουσιακά στοιχεία και ενδεχομένως να αυξήσει τον πλούτο της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store