Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stock-in-trade
01
εργαλεία του επαγγέλματος, υλικό εργασίας
the tools, materials, or techniques regularly used by someone in their line of work
Παραδείγματα
Wit and sarcasm are the comedian 's stock-in-trade.
Το πνεύμα και ο σαρκασμός είναι το κύριο εργαλείο του κωμικού.
A mechanic 's stock-in-trade includes wrenches, gauges, and diagnostic tools.
Τα εργαλεία της δουλειάς ενός μηχανικού περιλαμβάνουν κλειδιά, μετρητές και διαγνωστικά εργαλεία.



























