Stipulative definition
volume
British pronunciation/stˈɪpjʊlətˌɪv dˌɛfɪnˈɪʃən/
American pronunciation/stˈɪpjʊlətˌɪv dˌɛfɪnˈɪʃən/

Ορισμός και Σημασία του "stipulative definition"

Stipulative definition
01

a definition that is stipulated by someone and that is not a standard usage

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store