Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stilted
01
τεχνητός, αμήχανος
showing a formal stiffness, often without a natural flow
Παραδείγματα
Her speech at the podium felt stilted, as if she was n't comfortable speaking in public.
Η ομιλία της στο βήμα φάνηκε τεχνητή, σαν να μην ήταν άνετη να μιλάει δημόσια.
The party conversation became stilted when they ran out of topics to discuss.
Η συζήτηση στο πάρτι έγινε αμήχανη όταν τελείωσαν τα θέματα για συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
stiltedly
unstilted
stilted



























