Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stewed
01
σκαφτός, μαγειρεμένος σε σάλτσα
cooked slowly in a liquid until it becomes tender and flavorful
Λεξικό Δέντρο
stewed
stew
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκαφτός, μαγειρεμένος σε σάλτσα
Λεξικό Δέντρο