Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bereft
01
θλιμμένος, πενθών
(of people) feeling very lonely and sorrowful, particularly as a result of a loss
Παραδείγματα
After the passing of her husband, she felt completely bereft.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, αισθάνθηκε εντελώς στερημένη.
The child was bereft of comfort after the family's pet died.
Το παιδί ήταν στερημένο από παρηγοριά μετά το θάνατο του κατοικίδιου της οικογένειας.



























