Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stay-at-home
01
σπιτογατάκι, άτομο που δεν ταξιδεύει
a person who seldom goes anywhere; one not given to wandering or travel
stay-at-home
01
κατάκοιτος, μη ταξιδιωτικός
not given to travel
Παραδείγματα
She decided to become a stay-at-home mom after her second child was born.
Αποφάσισε να γίνει οικοκυρά μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της.
More fathers are choosing the stay-at-home role as remote work becomes more common.
Περισσότεροι πατέρες επιλέγουν τον ρόλο του να μένουν σπίτι καθώς η εργασία από απόσταση γίνεται πιο συχνή.



























