
Αναζήτηση
statistically
01
στατιστικά, κατά στατιστική
by means of or according to statistics
Example
The survey results were analyzed statistically, providing insights into patterns and trends within the data.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αναλύθηκαν στατιστικά, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τα μοτίβα και τις τάσεις εντός των δεδομένων.
The experiment 's outcomes were evaluated statistically, allowing for conclusions about the significance of the results.
Τα αποτελέσματα του πειράματος αξιολογήθηκαν στατιστικά, επιτρέποντας τις καταλήξεις σχετικά με τη σημασία των αποτελεσμάτων.
word family
statistic
Noun
statistical
Adjective
statistically
Adverb

Συναφή Λέξεις