Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stationmaster
01
σταθμάρχης, διευθυντής σταθμού
a person in charge of managing operations at a railway station
Dialect
British
Παραδείγματα
The stationmaster announced the arrival of the express train.
Ο σταθμάρχης ανακοίνωσε την άφιξη του υπεραστικού τρένου.
She consulted with the stationmaster about platform assignments.
Συμβουλεύτηκε τον προϊστάμενο του σταθμού σχετικά με τις αναθέσεις πλατφόρμας.
Λεξικό Δέντρο
stationmaster
station
master



























