Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stationer
01
χαρτοπώλης, πωλητής γραφικής ύλης
someone who sells writing materials, such as pens, pencils, paper, etc.
Παραδείγματα
The stationer helped me find the perfect pens and notebooks for my office.
Ο χαρτοπώλης με βοήθησε να βρω τις τέλειες πένες και σημειωματάρια για το γραφείο μου.
I always seek advice from the stationer when choosing greeting cards for special occasions.
Πάντα ζητώ συμβουλές από τον χαρτοπώλη όταν επιλέγω κάρτες για ειδικές περιστάσεις.
Λεξικό Δέντρο
stationer
station



























