Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stainless
01
ανοξείδωτο ατσάλι
steel containing chromium that makes it resistant to corrosion
stainless
01
άψογος, αμόλυντος
(of reputation) free from blemishes
02
ανοξείδωτο, ανθεκτικό στις κηλίδες
resistant to staining, rusting, or corrosion
Παραδείγματα
The stainless steel appliances in the kitchen were easy to clean and maintain.
Οι συσκευές από ανοξείδωτο ατσάλι στην κουζίνα ήταν εύκολο να καθαριστούν και να συντηρηθούν.
She wore a stainless steel bracelet that did n't tarnish or rust over time.
Φορούσε ένα βραχιόλι από ανοξείδωτο ατσάλι που δεν μαύριζε ούτε σκουριάζει με το χρόνο.



























