Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stag
01
ελάφι, ενήλικα αρσενικά ελάφια
an adult male deer
02
ελάφι, αρσενικό ελάφι
a male deer, especially an adult male red deer
to stag
01
κατασκοπεύω, παρακολουθώ κρυφά
watch, observe, or inquire secretly
02
καταδίδω, μουντζώνω
give away information about somebody
03
παρακολουθώ χορό ή πάρτυ χωρίς γυναικεία συνοδό, πηγαίνω σε πάρτι χωρίς γυναικεία συνοδό
attend a dance or a party without a female companion



























