squinch
squinch
skwɪnʧ
σκουιντσ
British pronunciation
/skwˈɪntʃ/

Ορισμός και σημασία του "squinch"στα αγγλικά

01

ένα μικρό τόξο ή δομή που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία μιας ομαλής μετάβασης από μια τετράγωνη ή πολυγωνική βάση σε ένα κυκλικό ή θολωτό σχήμα πάνω, μια τρόμπα

a small arch or corbelled structure that is used to create a smooth transition from a square or polygonal base to a circular or domed shape above
to squinch
01

αλλοιώνω τα μάτια, είμαι αλλοίθωρος

cross one's eyes as if in strabismus
02

συστέλλομαι, συμπτύσσομαι

draw back, as with fear or pain
03

καθίζω σταυροπόδι, συστέλλομαι

crouch down
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store