LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sputnik
/spˈʌtnɪk/
/ˈspətnɪk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sputnik"
Sputnik
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a Russian artificial satellite
word family
sputnik
sputnik
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spurting
spurt
spurring
spurred gentian
spurner
sputter
sputum
sputum smear
spy
spy fiction
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App