Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spoken
01
προφορικός, λεγόμενος
communicated orally rather than in written form
Παραδείγματα
The spoken words of the president addressed the nation's concerns.
Οι προφορικές δηλώσεις του προέδρου απευθύνθηκαν στις ανησυχίες του έθνους.
She appreciated the spoken reassurance from her friend during a difficult time.
Εκτίμησε την προφορική διαβεβαίωση από τη φίλη της κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου.
Λεξικό Δέντρο
unspoken
spoken
speak



























