Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
splitting
01
σοβαρός, μαζικός
(of a headache) severe or massive
02
σκίζων, σχίζων
resembling a sound of violent tearing as of something ripped apart or lightning splitting a tree
Λεξικό Δέντρο
splitting
split
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σοβαρός, μαζικός
σκίζων, σχίζων
Λεξικό Δέντρο