Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spiritualist
01
πνευματιστής, μέντιουμ
a person who acts as a mediator between the living and the dead, often communicating with spirits
Παραδείγματα
The spiritualist held a séance to connect with the spirits of the departed.
Ο πνευματιστής πραγματοποίησε μια συνεδρία για να επικοινωνήσει με τα πνεύματα των αποθανόντων.
Many people visited the spiritualist to receive messages from their loved ones.
Πολλοί άνθρωποι επισκέφτηκαν τον πνευματιστή για να λάβουν μηνύματα από τους αγαπημένους τους.
spiritualist
01
πνευματιστικός
of or relating to or connected with spiritualism
Λεξικό Δέντρο
spiritualist
spiritual
spirit



























