spirometer
spi
spɪ
σπι
ro
ˈrɑ:
ρα
me
μι
ter
tər
ταρ
British pronunciation
/spɪɹˈɒmɪtɐ/

Ορισμός και σημασία του "spirometer"στα αγγλικά

01

σπιρόμετρο, ιατρική συσκευή που μετρά τον όγκο του αέρα των πνευμόνων κατά την αναπνοή

a medical device that measures lung air volume during breathing
example
Παραδείγματα
The spirometer results indicated healthy respiratory performance.
Τα αποτελέσματα του σπιρομέτρου έδειξαν υγιή αναπνευστική απόδοση.
The doctor used a spirometer to assess my lung capacity.
Ο γιατρός χρησιμοποίησε ένα σπιρομέτρο για να αξιολογήσει την πνευμονική μου χωρητικότητα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store