Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spirometer
01
σπιρόμετρο, ιατρική συσκευή που μετρά τον όγκο του αέρα των πνευμόνων κατά την αναπνοή
a medical device that measures lung air volume during breathing
Παραδείγματα
The spirometer results indicated healthy respiratory performance.
Τα αποτελέσματα του σπιρομέτρου έδειξαν υγιή αναπνευστική απόδοση.
The doctor used a spirometer to assess my lung capacity.
Ο γιατρός χρησιμοποίησε ένα σπιρομέτρο για να αξιολογήσει την πνευμονική μου χωρητικότητα.



























