Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spinster
01
γριά παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα
a woman who is not married and is past the age of marriage
02
νήστρα, υφάντρα
someone who spins (who twists fibers into threads)
Λεξικό Δέντρο
spinsterhood
spinster
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γριά παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα
νήστρα, υφάντρα
Λεξικό Δέντρο