Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spineless
01
ασπόνδυλος, χωρίς σπονδυλική στήλη
lacking a backbone or spinal column
02
δειλός, αποφασιστικός
lacking courage or determination
Παραδείγματα
His spineless behavior made it difficult for him to stand up to bullies.
Η άνανδρη συμπεριφορά του έκανε δύσκολο για αυτόν να αντισταθεί σε νταήδες.
She found his spineless attitude frustrating, especially in tough situations.
Βρήκε την άσπονδη στάση του απογοητευτική, ειδικά σε δύσκολες καταστάσεις.
03
χωρίς αγκάθια, αποστερημένος από αγκάθια
lacking spiny processes
04
χωρίς αγκάθια, στερημένος αγκάθια
lacking thorns
Λεξικό Δέντρο
spinelessness
spineless
spine



























