Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
specifically
01
συγκεκριμένα, αποκλειστικά
only for one certain type of person or thing
Παραδείγματα
The chef specifically crafted a menu for guests with dietary restrictions.
Ο σεφ ειδικά δημιούργησε ένα μενού για επισκέπτες με διατροφικούς περιορισμούς.
The instructions were written specifically for beginners, with step-by-step guidance.
Οι οδηγίες γράφτηκαν ειδικά για αρχάριους, με βήμα προς βήμα καθοδήγηση.
02
συγκεκριμένα, σαφώς
in a manner that is detailed, precise, and clear
Παραδείγματα
I specifically asked for the report to be formatted in a clear and concise manner.
Ζήτησα συγκεκριμένα η αναφορά να μορφοποιηθεί με σαφή και συνοπτικό τρόπο.
She specifically requested vegetarian options for the catering, as some attendees have dietary restrictions.
Ζήτησε συγκεκριμένα χορτοφαγικές επιλογές για το catering, καθώς ορισμένοι συμμετέχοντες έχουν διατροφικούς περιορισμούς.
Λεξικό Δέντρο
nonspecifically
specifically
specific
specif



























