Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spare part
01
ανταλλακτικό, εφεδρικό εξάρτημα
a part made for a machine or vehicle that can be used to replace an old or broken part
Παραδείγματα
He always keeps a spare part for his car in case something needs to be replaced.
Πάντα κρατά ένα ανταλλακτικό για το αυτοκίνητό του σε περίπτωση που χρειαστεί να αντικατασταθεί κάτι.
The mechanic ordered a spare part to fix the broken engine.
Ο μηχανικός παρήγγειλε ένα ανταλλακτικό για να επισκευάσει τον χαλασμένο κινητήρα.



























