LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spaced
/spˈeɪst/
/ˈspeɪst/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "spaced"
spaced
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
spaced apart
02
arranged with spaces between; often used as a combining form
unspaced
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spacecraft event time
spacecraft clock time
spacecraft
space-time continuum
space-time
spaced-out
spacefaring
spaceflight
spaceman
spaceship
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App