Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sorrowful
01
θλιμμένος, λυπημένος
experiencing or expressing a feeling of deep sadness or grief
Παραδείγματα
The news of the loss brought a sorrowful atmosphere to the gathering.
Η είδηση της απώλειας έφερε μια θλιμμένη ατμόσφαιρα στη συνάντηση.
The music played at the funeral was slow and sorrowful, reflecting the mood of the occasion.
Η μουσική που παίχτηκε στην κηδεία ήταν αργή και θλιβερή, αντικατοπτρίζοντας τη διάθεση της περιστάσης.
Λεξικό Δέντρο
sorrowfully
sorrowfulness
sorrowful
sorrow



























