Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sorority
01
αδελφότητα, σύλλογος φοιτητριών
a social club for female students in a university or college, especially in the US and Canada
Παραδείγματα
Joining a sorority can provide students with opportunities for leadership, friendship, and community service.
Η συμμετοχή σε μια αδελφότητα μπορεί να προσφέρει σε φοιτήτριες ευκαιρίες ηγεσίας, φιλίας και κοινωνικής υπηρεσίας.
Sororities often organize social events, philanthropic activities, and academic support programs for their members.
Οι αδελφότητες συχνά οργανώνουν κοινωνικές εκδηλώσεις, φιλανθρωπικές δραστηριότητες και προγράμματα ακαδημαϊκής υποστήριξης για τα μέλη τους.



























