sorority
so
σερ
ro
ˈrɔ
ρο
ri
ρα
ty
ti
τι
British pronunciation
/sɔːɹˈɒɹɪti/

Ορισμός και σημασία του "sorority"στα αγγλικά

01

αδελφότητα, σύλλογος φοιτητριών

a social club for female students in a university or college, especially in the US and Canada
example
Παραδείγματα
Joining a sorority can provide students with opportunities for leadership, friendship, and community service.
Η συμμετοχή σε μια αδελφότητα μπορεί να προσφέρει σε φοιτήτριες ευκαιρίες ηγεσίας, φιλίας και κοινωνικής υπηρεσίας.
Sororities often organize social events, philanthropic activities, and academic support programs for their members.
Οι αδελφότητες συχνά οργανώνουν κοινωνικές εκδηλώσεις, φιλανθρωπικές δραστηριότητες και προγράμματα ακαδημαϊκής υποστήριξης για τα μέλη τους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store