Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
solved
01
επιλυμένο, λυμένο
successfully resolved or answered
Παραδείγματα
The solved puzzle revealed the hidden message.
Το λυμένο παζλ αποκάλυψε το κρυφό μήνυμα.
With the identified culprit, the case was considered solved by the police.
Με τον εντοπισμένο ένοχο, η υπόθεση θεωρήθηκε λυμένη από την αστυνομία.



























