Belittling
volume
British pronunciation/bɪlˈɪtlɪŋ/
American pronunciation/bɪˈɫɪtəɫɪŋ/, /bɪˈɫɪtɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "belittling"

01

the act of belittling

02

a belittling comment

belittling
01

tending to diminish or disparage

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store