LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Belittling
/bɪlˈɪtlɪŋ/
/bɪˈɫɪtəɫɪŋ/, /bɪˈɫɪtɫɪŋ/
Noun (2)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "belittling"
Belittling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of belittling
02
a belittling comment
belittling
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
tending to diminish or disparage
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
belittled
belittle
belike
believingly
believing
bell
bell apple
bell arch
bell book
bell buoy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App