Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sodden
01
μπογιατισμένος, κορεσμένος
thoroughly soaked or saturated with liquid
Παραδείγματα
The sodden ground squelched beneath their boots as they trudged through the rain-soaked field.
Το μπογιατισμένο έδαφος τσούζει κάτω από τις μπότες τους καθώς προχωρούσαν με κόπο μέσα από το βρεγμένο από τη βροχή χωράφι.
After the downpour, their clothes were sodden and clinging uncomfortably to their skin.
Μετά την καταρρακτώδη βροχή, τα ρούχα τους ήταν βρεγμένα και κολλούσαν δυσάρεστα στο δέρμα τους.



























