Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Socialist
01
σοσιαλιστής
a person who supports a system where the community collectively owns and controls the means of production, distribution, and exchange, known as socialism
Παραδείγματα
He is a socialist who believes in equal access to resources for all citizens.
Είναι ένας σοσιαλιστής που πιστεύει στην ίση πρόσβαση στους πόρους για όλους τους πολίτες.
Many socialists criticize the privatization of essential services.
Πολλοί σοσιαλιστές επικρίνουν την ιδιωτικοποίηση των βασικών υπηρεσιών.
socialist
01
σοσιαλιστικός
related to a system where resources are collectively owned and distributed equally among citizens
Παραδείγματα
The socialist government implemented policies aimed at reducing income inequality and providing social welfare programs.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση εφάρμοσε πολιτικές που αποσκοπούσαν στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας και στην παροχή κοινωνικών προγραμμάτων πρόνοιας.
The socialist party advocates for increased public ownership of key industries and services.
Το σοσιαλιστικό κόμμα υποστηρίζει την αύξηση της δημόσιας ιδιοκτησίας βασικών βιομηχανιών και υπηρεσιών.
Λεξικό Δέντρο
socialist
social



























