Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to snuff out
01
σβήνω, καταστέλλω
put out, as of fires, flames, or lights
02
εξολοθρεύω, καταργώ
to kill or eliminate a living being, often abruptly or violently
Παραδείγματα
The gang snuffed out anyone who crossed them last year.
Η συμμορία εκμηδένισε όποιον τους αντέκρουσε πέρυσι.
He threatened to snuff out the rival if provoked.
Απείλησε ότι θα εξοντώσει τον αντίπαλο αν προκληθεί.



























