Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to smirk
01
χαμογελώ ειρωνικά, χαμογελώ με ικανοποίηση
to give a half-smile, often displaying satisfaction, superiority, or amusement
Intransitive
Παραδείγματα
He could n't hide his satisfaction and smirked at the success of his plan.
Δεν μπορούσε να κρύψει την ικανοποίησή του και χαμογέλασε ειρωνικά με την επιτυχία του σχεδίου του.
Upon hearing the sarcastic comment, she could n't help but smirk knowingly.
Ακούγοντας το σαρκαστικό σχόλιο, δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει με αυτοπεποίθηση.
Smirk
01
χαμογέλιο, υπεροπτικό χαμόγελο
a half-smile that can indicate satisfaction, superiority, or amusement
Παραδείγματα
His smirk made me wonder if he knew something I did n’t.
Το χαμόγελο του με έκανε να αναρωτηθώ αν ήξερε κάτι που εγώ δεν ήξερα.
She gave him a smirk after he tripped over his own feet.
Του έριξε ένα χλευαστικό χαμόγελο αφού σκοντάφτηκε στα δικά του πόδια.



























