LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Smear word
/smˈiə wˈɜːd/
/smˈɪɹ wˈɜːd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "smear word"
Smear word
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an epithet that can be used to smear someone's reputation
word family
smear word
smear word
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
smear
smattering
smatter
smashingly
smashing
smegma
smell
smell a rat
smell of an oily rag
smell out
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App