Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Smash-up
01
σοβαρό ατύχημα, μεγάλη σύγκρουση
a serious car accident involving significant damage to the vehicles
Παραδείγματα
The highway was closed due to a major smash-up.
Ο αυτοκινητόδρομος έκλεισε λόγω σοβαρού ατυχήματος.
She was shaken after witnessing a smash-up on her way home.
Ήταν ταραγμένη αφού είδε ένα σοβαρό ατύχημα στο δρόμο της για το σπίτι.



























