Slut
volume
British pronunciation/slˈʌt/
American pronunciation/ˈsɫət/

Ορισμός και Σημασία του "slut"

01

a woman adulterer

02

a dirty untidy woman

word family

slut

slut

Noun

sluttish

Adjective

sluttish

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store