Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Slowpoke
01
βραδυκίνητος, αργός
a person who moves, acts, or responds slowly; often used teasingly
Παραδείγματα
C'm on, slowpoke! We're going to be late.
Έλα, βραδυπορός! Θα αργήσουμε.
Do n't be such a slowpoke; hurry up with your homework.
Μην είσαι τόσο αργός ; βιάσου με τις εργασίες σου.
Λεξικό Δέντρο
slowpoke
slow
poke



























