Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Beggar
01
επαίτης, ζητιάνος
someone who lives by asking people for food or money
Παραδείγματα
The beggar sat on the sidewalk, holding a sign asking for assistance.
Ο επαίτης καθόταν στο πεζοδρόμο, κρατώντας μια πινακίδα που ζητούσε βοήθεια.
She gave a few coins to the beggar outside the store.
Έδωσε μερικά νομίσματα στον επαίτη έξω από το μαγαζί.
to beggar
01
εξαθλιώνω, επαιτώ
reduce to beggary
02
υπερβαίνω τους πόρους, είμαι πέρα από τους πόρους
be beyond the resources of



























