Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
slothful
01
τεμπέλης, νωθρός
inclined to laziness
Παραδείγματα
His slothful approach to work led to frequent missed deadlines and unfinished tasks.
Η τεμπέλικη προσέγγισή του στην εργασία οδήγησε σε συχνές παραλείψεις προθεσμιών και ημιτελείς εργασίες.
The slothful cat spent most of the day napping in the sun.
Η τεμπέλικη γάτα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας να κοιμάται στον ήλιο.
Οικογένεια λέξεων
sloth
Noun
slothful
Adjective
slothfulness
Noun
slothfulness
Noun



























