Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
slipshod
01
απρόσεκτος, ακατάστατος
characterized by carelessness, lack of attention to detail, or sloppy execution
Παραδείγματα
The contractor 's slipshod construction work led to numerous safety hazards in the building.
Η ατημέλητη κατασκευαστική εργασία του εργολάβου οδήγησε σε πολλούς κινδύνους ασφαλείας στο κτίριο.
Her slipshod approach to studying resulted in poor grades on the exam.
Η αποδιοργανωμένη προσέγγισή της στη μελέτη οδήγησε σε κακούς βαθμούς στις εξετάσεις.



























