Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Slimness
01
λεπτότητα, αδυναμία
the state of being slender or thin in a way that is considered attractive or healthy
Παραδείγματα
Her slimness was a result of regular exercise and a balanced diet.
Η λεπτότητά της ήταν αποτέλεσμα τακτικής άσκησης και ισορροπημένης διατροφής.
The fashion model 's slimness made her a popular choice for runway shows.
Η λεπτότητα της μοντέλο μόδας την έκανε δημοφιλή επιλογή για πασαρέλες.
02
στενό περιθώριο, μικρό περιθώριο
a small margin
Λεξικό Δέντρο
slimness
slim



























