slimed
slimed
slaɪmd
σλαιμντ
British pronunciation
/slˈaɪmd/

Ορισμός και σημασία του "slimed"στα αγγλικά

01

καλυμμένος με παχύρρευστο υλικό, λεκιασμένος

covered or smeared with a thick, slippery substance, often unpleasantly
example
Παραδείγματα
His hands were slimed after fixing the leaky pipe.
Τα χέρια του ήταν καλυμμένα με λάσπη μετά την επισκευή του σωλήνα που έσταζε.
The slimed floor made it difficult to walk without slipping.
Το πάτωμα καλυμμένο με λάσπη έκανε δύσκολο το περπάτημα χωρίς να γλιστρήσεις.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store