Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
slimed
01
καλυμμένος με παχύρρευστο υλικό, λεκιασμένος
covered or smeared with a thick, slippery substance, often unpleasantly
Παραδείγματα
His hands were slimed after fixing the leaky pipe.
Τα χέρια του ήταν καλυμμένα με λάσπη μετά την επισκευή του σωλήνα που έσταζε.
The slimed floor made it difficult to walk without slipping.
Το πάτωμα καλυμμένο με λάσπη έκανε δύσκολο το περπάτημα χωρίς να γλιστρήσεις.
Λεξικό Δέντρο
slimed
slime



























