Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sleepy
01
νυσταγμένος, υπνηλός
feeling the need or desire to sleep
Παραδείγματα
After staying up late to finish her homework, she felt incredibly sleepy during class.
Αφού έμεινε ξύπνια μέχρι αργά για να τελειώσει την εργασία της, ένιωθε απίστευτα νυσταγμένη κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
The monotony of the lecture made many students feel sleepy, struggling to stay awake.
Η μονοτονία της διάλεξης έκανε πολλούς φοιτητές να νιώθουν νυσταγμένοι, παλεύοντας να μείνουν ξύπνιοι.
Οικογένεια λέξεων
sleep
Noun
sleepy
Adjective
sleepily
Adverb
sleepily
Adverb
sleepiness
Noun
sleepiness
Noun



























