sleepy
slee
ˈsli
σλι
py
pi
πι
British pronunciation
/slˈiːpi/

Ορισμός και σημασία του "sleepy"στα αγγλικά

01

νυσταγμένος, υπνηλός

feeling the need or desire to sleep
sleepy definition and meaning
example
Παραδείγματα
After staying up late to finish her homework, she felt incredibly sleepy during class.
Αφού έμεινε ξύπνια μέχρι αργά για να τελειώσει την εργασία της, ένιωθε απίστευτα νυσταγμένη κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
The monotony of the lecture made many students feel sleepy, struggling to stay awake.
Η μονοτονία της διάλεξης έκανε πολλούς φοιτητές να νιώθουν νυσταγμένοι, παλεύοντας να μείνουν ξύπνιοι.

Οικογένεια λέξεων

sleep

Noun

sleepy

Adjective

sleepily

Adverb

sleepily

Adverb

sleepiness

Noun

sleepiness

Noun
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store