Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Slaveholding
01
κατοχή σκλάβων, σκλαβοκτησία
the practice of owning slaves
slaveholding
01
υπέρ της δουλείας, που επιτρέπει τη δουλεία
allowing slavery
Λεξικό Δέντρο
slaveholding
slavehold
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κατοχή σκλάβων, σκλαβοκτησία
υπέρ της δουλείας, που επιτρέπει τη δουλεία
Λεξικό Δέντρο