Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
skimpy
01
σφιχτός, προκλητικός
(of clothing) close-fitting, short, and exposing more of the body than typical
Παραδείγματα
She wore a skimpy dress to the party, turning heads as she walked in.
Φόρεσε ένα σφιχτό φόρεμα στο πάρτι, τραβώντας τα βλέμματα καθώς μπήκε.
The model strutted down the runway in a skimpy outfit that left little to the imagination.
Το μοντέλο περπάτησε στη διάδρομο με ένα σφιχτό ντύσιμο που άφηνε λίγο στην φαντασία.
02
λιγοστός, ανεπαρκής
lacking in adequacy or fullness
Παραδείγματα
The restaurant offered a skimpy portion of fries with the meal.
Το εστιατόριο προσέφερε μια λιγοστή μερίδα πατάτες με το γεύμα.
The company provided its employees with skimpy benefits, leading to dissatisfaction.
Η εταιρεία παρείχε στους υπαλλήλους της περιορισμένα οφέλη, οδηγώντας σε δυσαρέσκεια.
Λεξικό Δέντρο
skimpily
skimpy
skimp



























