LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Skilled worker
/skˈɪld wˈɜːkə/
/skˈɪld wˈɜːkɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "skilled worker"
Skilled worker
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a worker who has acquired special skills
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
skilled
skill up
skill toy
skill
skilfully
skilled workman
skillet
skillet bread
skillet cake
skillet corn bread
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App