LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sketcher
/skˈɛtʃɐ/
/skˈɛtʃɚ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "sketcher"
Sketcher
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an implement for sketching
02
someone who draws sketches
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sketchbook
sketch pad
sketch map
sketch block
sketch
sketchily
sketchiness
sketching
sketchpad
sketchy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App